- πραγματείᾳ
- πραγματείᾱͅ , πραγματείαprosecution of businessfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πραγματεία — πραγματείᾱ , πραγματεία prosecution of business fem nom/voc/acc dual πραγματείᾱ , πραγματεία prosecution of business fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματεία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγματίη, και ποιητ. τ. πραγματίη, Α [πραγματεύομαι] νεοελλ. επιστημονική μελέτη, σύγγραμμα, διατριβή νεοελλ. μσν. πραμάτεια αρχ. 1. επιμελής ενασχόληση με μια εργασία μέχρι την περάτωσή της 2. επίπονη, κοπιαστική εργασία 3.… … Dictionary of Greek
πραγμάτεια — η, Ν βλ. πραμάτεια … Dictionary of Greek
πραγματεία — η έργο συγγραφικό, βιβλίο, μελέτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πραγματείας — πραγματείᾱς , πραγματεία prosecution of business fem acc pl πραγματείᾱς , πραγματεία prosecution of business fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματείαι — πραγματείᾱͅ , πραγματεία prosecution of business fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματείαν — πραγματείᾱν , πραγματεία prosecution of business fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματειῶν — πραγματεία prosecution of business fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματεῖαι — πραγματεία prosecution of business fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματείαις — πραγματεία prosecution of business fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)